Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνητήριον
δειπνητικός
δειπνίζω
δειπνολόχος
δεῖπνον
δειπνοποιέω
δειπνοφόρος
δεῖ
δειράς
δειραχθής
δειρή
δειροτομέω
δεισήνωρ
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δεκάβοιος
δεκαγονία
δεκαδαρχία
δεκάδαρχος
View word page
δειράς
δειράς δειρή the ridge of a chain of hills, Hom., Soph.:—in pl., Soph., Eur.
ShortDef
the ridge of a chain of hills
Debugging
Headword:
δειράς
Headword (normalized):
δειράς
Headword (normalized/stripped):
δειρας
IDX:
7374
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7378
Key:
deira/s
Data
{'content': 'δειράς\n δειρή\n the ridge of a chain of hills, Hom., Soph.:—in pl., Soph., Eur.', 'key': 'deira/s'}