Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δείνωσις
δεινώψ
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνητήριον
δειπνητικός
δειπνίζω
δειπνολόχος
δεῖπνον
δειπνοποιέω
δειπνοφόρος
δεῖ
δειράς
δειραχθής
δειρή
δειροτομέω
δεισήνωρ
δεισιδαιμονία
δεισιδαίμων
δεκάβοιος
δεκαγονία
View word page
δειπνοφόρος
δειπνοφόρος φέρω carrying meat-offerings, Plut.

ShortDef

carrying meat-offerings

Debugging

Headword:
δειπνοφόρος
Headword (normalized):
δειπνοφόρος
Headword (normalized/stripped):
δειπνοφορος
IDX:
7372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7376
Key:
deipnofo/ros

Data

{'content': 'δειπνοφόρος\n φέρω\n carrying meat-offerings, Plut.', 'key': 'deipnofo/ros'}