Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δεῖμα
δειματόεις
δειματόω
δειμός
δεῖνα
δεινοθέτης
δεινολογέομαι
δεινοπαθέω
δεινόπους
δεινός
δεινότης
δεινόω
δείνωσις
δεινώψ
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνητήριον
δειπνητικός
δειπνίζω
δειπνολόχος
δεῖπνον
View word page
δεινότης
δεινότης δεινός terribleness, Thuc.: harshness, sternness, severity, νόμων Thuc. natural ability, cleverness, shrewdness, Dem.; esp. in an orator, Thuc., Dem.
ShortDef
terribleness
Debugging
Headword:
δεινότης
Headword (normalized):
δεινότης
Headword (normalized/stripped):
δεινοτης
IDX:
7360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7364
Key:
deino/ths
Data
{'content': 'δεινότης\n δεινός\n terribleness, Thuc.: harshness, sternness, severity, νόμων Thuc.\n natural ability, cleverness, shrewdness, Dem.; esp. in an orator, Thuc., Dem.', 'key': 'deino/ths'}