Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δειλός
δειμαίνω
δειμαλέος
δεῖμα
δειματόεις
δειματόω
δειμός
δεῖνα
δεινοθέτης
δεινολογέομαι
δεινοπαθέω
δεινόπους
δεινός
δεινότης
δεινόω
δείνωσις
δεινώψ
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνητήριον
δειπνητικός
View word page
δεινοπαθέω
δεινοπαθέω παθεῖν to complain loudly of sufferings, Dem.
ShortDef
to complain loudly of sufferings
Debugging
Headword:
δεινοπαθέω
Headword (normalized):
δεινοπαθέω
Headword (normalized/stripped):
δεινοπαθεω
IDX:
7357
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7361
Key:
deinopaqe/w
Data
{'content': 'δεινοπαθέω\n παθεῖν\n to complain loudly of sufferings, Dem.', 'key': 'deinopaqe/w'}