Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δείλομαι
δειλός
δειμαίνω
δειμαλέος
δεῖμα
δειματόεις
δειματόω
δειμός
δεῖνα
δεινοθέτης
δεινολογέομαι
δεινοπαθέω
δεινόπους
δεινός
δεινότης
δεινόω
δείνωσις
δεινώψ
δειπνέω
δείπνηστος
δειπνητήριον
View word page
δεινολογέομαι
δεινολογέομαι λέγω Dep. to complain loudly, Hdt.

ShortDef

to complain loudly

Debugging

Headword:
δεινολογέομαι
Headword (normalized):
δεινολογέομαι
Headword (normalized/stripped):
δεινολογεομαι
IDX:
7356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7360
Key:
deinologe/omai

Data

{'content': 'δεινολογέομαι\n λέγω\n Dep. to complain loudly, Hdt.', 'key': 'deinologe/omai'}