Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δειλινός
δείλομαι
δειλός
δειμαίνω
δειμαλέος
δεῖμα
δειματόεις
δειματόω
δειμός
δεῖνα
δεινοθέτης
δεινολογέομαι
δεινοπαθέω
δεινόπους
δεινός
δεινότης
δεινόω
δείνωσις
δεινώψ
δειπνέω
δείπνηστος
View word page
δεινοθέτης
δεινοθέτης τίθημι a knave, Mosch.
ShortDef
a knave
Debugging
Headword:
δεινοθέτης
Headword (normalized):
δεινοθέτης
Headword (normalized/stripped):
δεινοθετης
IDX:
7355
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7359
Key:
deinoqe/ths
Data
{'content': 'δεινοθέτης\n τίθημι\n a knave, Mosch.', 'key': 'deinoqe/ths'}