Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλός
δειμαίνω
δειμαλέος
δεῖμα
δειματόεις
δειματόω
δειμός
δεῖνα
δεινοθέτης
δεινολογέομαι
δεινοπαθέω
δεινόπους
δεινός
δεινότης
δεινόω
δείνωσις
δεινώψ
δειπνέω
View word page
δεῖνα
δεῖνα deriv. uncertain sometimes indecl. such an one, a certain one, whom one cannot or will not name, ὁ δεῖνα Ar., etc.; ὁ δεῖνα τοῦ δεῖνος τὸν δεῖνα εἰσαγγέλλει Dem. δεῖνα in Com. as an interjection, Lat. malum! plague onʼt! Ar.

ShortDef

such an one, a certain one

Debugging

Headword:
δεῖνα
Headword (normalized):
δεῖνα
Headword (normalized/stripped):
δεινα
IDX:
7354
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7358
Key:
dei=na

Data

{'content': 'δεῖνα\n deriv. uncertain\n sometimes indecl.\n such an one, a certain one, whom one cannot or will not name, ὁ δεῖνα Ar., etc.; ὁ δεῖνα τοῦ δεῖνος τὸν δεῖνα εἰσαγγέλλει Dem.\n δεῖνα in Com. as an interjection, Lat. malum! plague onʼt! Ar.', 'key': 'dei=na'}