Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δειλία
δειλίασις
δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλός
δειμαίνω
δειμαλέος
δεῖμα
δειματόεις
δειματόω
δειμός
δεῖνα
δεινοθέτης
δεινολογέομαι
δεινοπαθέω
δεινόπους
δεινός
δεινότης
δεινόω
δείνωσις
View word page
δειματόω
δειματόω δεῖμα to frighten, Hdt., Ar.:— Pass. to be frightened, Aesch., Eur.
ShortDef
to frighten
Debugging
Headword:
δειματόω
Headword (normalized):
δειματόω
Headword (normalized/stripped):
δειματοω
IDX:
7352
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7356
Key:
deimato/w
Data
{'content': 'δειματόω\n δεῖμα\n to frighten, Hdt., Ar.:— Pass. to be frightened, Aesch., Eur.', 'key': 'deimato/w'}