Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δείλακρος
δείλη
δειλία
δειλίασις
δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλός
δειμαίνω
δειμαλέος
δεῖμα
δειματόεις
δειματόω
δειμός
δεῖνα
δεινοθέτης
δεινολογέομαι
δεινοπαθέω
δεινόπους
δεινός
δεινότης
View word page
δεῖμα
δεῖμα δείδω fear, affright, Il., Hdt., Attic an object of fear, a terror, horror, ὦ πῦρ σὺ καὶ πᾶν δ. Soph.: esp. in pl., δειμάτων ἄχη fearful plagues or monsters, Aesch.; δείματα θηρῶν Eur.

ShortDef

fear, affright

Debugging

Headword:
δεῖμα
Headword (normalized):
δεῖμα
Headword (normalized/stripped):
δειμα
IDX:
7350
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7354
Key:
dei=ma

Data

{'content': 'δεῖμα\n δείδω\n fear, affright, Il., Hdt., Attic\n an object of fear, a terror, horror, ὦ πῦρ σὺ καὶ πᾶν δ. Soph.: esp. in pl., δειμάτων ἄχη fearful plagues or monsters, Aesch.; δείματα θηρῶν Eur.', 'key': 'dei=ma'}