Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δειλακρίων
δείλακρος
δείλη
δειλία
δειλίασις
δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλός
δειμαίνω
δειμαλέος
δεῖμα
δειματόεις
δειματόω
δειμός
δεῖνα
δεινοθέτης
δεινολογέομαι
δεινοπαθέω
δεινόπους
δεινός
View word page
δειμαλέος
δειμαλέος δεῖμα timid, Mosch. horrible, fearful, Batr., Theogn.

ShortDef

timid

Debugging

Headword:
δειμαλέος
Headword (normalized):
δειμαλέος
Headword (normalized/stripped):
δειμαλεος
IDX:
7349
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7353
Key:
deimale/os

Data

{'content': 'δειμαλέος\n δεῖμα\n timid, Mosch.\n horrible, fearful, Batr., Theogn.', 'key': 'deimale/os'}