Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δείλαιος
δειλακρίων
δείλακρος
δείλη
δειλία
δειλίασις
δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλός
δειμαίνω
δειμαλέος
δεῖμα
δειματόεις
δειματόω
δειμός
δεῖνα
δεινοθέτης
δεινολογέομαι
δεινοπαθέω
δεινόπους
View word page
δειμαίνω
δειμαίνω δεῖμα only in pres. and imperf. to be afraid, in a fright, Hhymn., Hdt., etc. c. acc. to fear a thing, Hdt., Aesch.

ShortDef

to be afraid, in a fright

Debugging

Headword:
δειμαίνω
Headword (normalized):
δειμαίνω
Headword (normalized/stripped):
δειμαινω
IDX:
7348
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7352
Key:
deimai/nw

Data

{'content': 'δειμαίνω\n δεῖμα\n only in pres. and imperf.\n to be afraid, in a fright, Hhymn., Hdt., etc.\n c. acc. to fear a thing, Hdt., Aesch.', 'key': 'deimai/nw'}