Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δειλαίνω
δείλαιος
δειλακρίων
δείλακρος
δείλη
δειλία
δειλίασις
δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλός
δειμαίνω
δειμαλέος
δεῖμα
δειματόεις
δειματόω
δειμός
δεῖνα
δεινοθέτης
δεινολογέομαι
δεινοπαθέω
View word page
δειλός
δειλός δέος of persons, cowardly, craven, Il.; hence, vile, worthless, Il.:— δειλός τινος afraid of . . , Anth. miserable, luckless, wretched, Hom.; with a compassionate sense, like Lat. miser, δειλοὶ βροτοί poor mortals! ἆ δειλέ poor wretch! ἆ δειλοί poor wretches! Hom. of things, miserable, wretched, Hes., Soph.

ShortDef

cowardly, craven

Debugging

Headword:
δειλός
Headword (normalized):
δειλός
Headword (normalized/stripped):
δειλος
IDX:
7347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7351
Key:
deilo/s

Data

{'content': 'δειλός\n δέος\n of persons, cowardly, craven, Il.; hence, vile, worthless, Il.:— δειλός τινος afraid of . . , Anth.\n miserable, luckless, wretched, Hom.; with a compassionate sense, like Lat. miser, δειλοὶ βροτοί poor mortals! ἆ δειλέ poor wretch! ἆ δειλοί poor wretches! Hom.\n of things, miserable, wretched, Hes., Soph.', 'key': 'deilo/s'}