Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δείκηλον
δείκνυμι
δεικτέος
δειλαίνω
δείλαιος
δειλακρίων
δείλακρος
δείλη
δειλία
δειλίασις
δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλός
δειμαίνω
δειμαλέος
δεῖμα
δειματόεις
δειματόω
δειμός
δεῖνα
View word page
δειλιάω
δειλιάω to be afraid.

ShortDef

to be afraid

Debugging

Headword:
δειλιάω
Headword (normalized):
δειλιάω
Headword (normalized/stripped):
δειλιαω
IDX:
7344
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7348
Key:
deilia/w

Data

{'content': 'δειλιάω\n to be afraid.', 'key': 'deilia/w'}