Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δεικηλίκτας
δείκηλον
δείκνυμι
δεικτέος
δειλαίνω
δείλαιος
δειλακρίων
δείλακρος
δείλη
δειλία
δειλίασις
δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλός
δειμαίνω
δειμαλέος
δεῖμα
δειματόεις
δειματόω
δειμός
View word page
δειλίασις
δειλίασις from δειλιάω fright, faintheartedness, Plut.
ShortDef
fright, faintheartedness
Debugging
Headword:
δειλίασις
Headword (normalized):
δειλίασις
Headword (normalized/stripped):
δειλιασις
IDX:
7343
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7347
Key:
deili/asis
Data
{'content': 'δειλίασις\n from δειλιάω\n fright, faintheartedness, Plut.', 'key': 'deili/asis'}