Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δεικανάω
δεικηλίκτας
δείκηλον
δείκνυμι
δεικτέος
δειλαίνω
δείλαιος
δειλακρίων
δείλακρος
δείλη
δειλία
δειλίασις
δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλός
δειμαίνω
δειμαλέος
δεῖμα
δειματόεις
δειματόω
View word page
δειλία
δειλία δειλός cowardice, Hdt., Soph.; δειλίην ὀφλεῖν to be charged with cowardice, Hdt.
ShortDef
cowardice
Debugging
Headword:
δειλία
Headword (normalized):
δειλία
Headword (normalized/stripped):
δειλια
IDX:
7342
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7346
Key:
deili/a
Data
{'content': 'δειλία\n δειλός\n cowardice, Hdt., Soph.; δειλίην ὀφλεῖν to be charged with cowardice, Hdt.', 'key': 'deili/a'}