Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
δείελος
δεικανάω
δεικηλίκτας
δείκηλον
δείκνυμι
δεικτέος
δειλαίνω
δείλαιος
δειλακρίων
δείλακρος
δείλη
δειλία
δειλίασις
δειλιάω
δειλινός
δείλομαι
δειλός
View word page
δειλαίνω
δειλαίνω δείλος to be a coward or cowardly, Arist.

ShortDef

to be a coward

Debugging

Headword:
δειλαίνω
Headword (normalized):
δειλαίνω
Headword (normalized/stripped):
δειλαινω
IDX:
7337
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7341
Key:
deilai/nw

Data

{'content': 'δειλαίνω\n δείλος\n to be a coward or cowardly, Arist.', 'key': 'deilai/nw'}