Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δέησις
δεητικός
δεῖγμα
δειγματίζω
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
δείελος
δεικανάω
δεικηλίκτας
δείκηλον
δείκνυμι
δεικτέος
δειλαίνω
δείλαιος
δειλακρίων
δείλακρος
δείλη
View word page
δείελος
δείελος δείλη of or belonging to evening, δείελον ἦμαρ eventide, Od., Theocr. as Subst. (sub. χρόνος), late evening, εἰσόκεν ἔλθηι δείελος Il.
ShortDef
of or belonging to the evening (δείλη)
Debugging
Headword:
δείελος
Headword (normalized):
δείελος
Headword (normalized/stripped):
δειελος
IDX:
7331
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7335
Key:
dei/elos
Data
{'content': 'δείελος\n δείλη\n of or belonging to evening, δείελον ἦμαρ eventide, Od., Theocr.\n as Subst. (sub. χρόνος), late evening, εἰσόκεν ἔλθηι δείελος Il.', 'key': 'dei/elos'}