Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δεδίσκομαι
δεδοκημένος
δέελος
δέημα
δέησις
δεητικός
δεῖγμα
δειγματίζω
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
δείελος
δεικανάω
δεικηλίκτας
δείκηλον
δείκνυμι
δεικτέος
δειλαίνω
View word page
δειδίσσομαι
δειδίσσομαι Dep.:—Causal of δείδω, to frighten, alarm, μὴ δειδίσσεο λαὸν Ἀχαιῶν Il.; Ἕκτορα ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασθαι to scare him from the corpse, Il.; οὔ σε ἔοικε δειδίσσεσθαι it beseems not to attempt to frighten thee, Il.:—c. inf., φευγέμεν δειδίσσετο Theocr.:—in Attic form, Plat., Dem.

ShortDef

to frighten, alarm

Debugging

Headword:
δειδίσσομαι
Headword (normalized):
δειδίσσομαι
Headword (normalized/stripped):
δειδισσομαι
IDX:
7327
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7331
Key:
deidi/ssomai

Data

{'content': 'δειδίσσομαι\n Dep.:—Causal of δείδω, to frighten, alarm, μὴ δειδίσσεο λαὸν Ἀχαιῶν Il.; Ἕκτορα ἀπὸ νεκροῦ δειδίξασθαι to scare him from the corpse, Il.; οὔ σε ἔοικε δειδίσσεσθαι it beseems not to attempt to frighten thee, Il.:—c. inf., φευγέμεν δειδίσσετο Theocr.:—in Attic form, Plat., Dem.', 'key': 'deidi/ssomai'}