Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δαφοινός
δαψιλής
δάω
δέατο
δεδίσκομαι
δεδοκημένος
δέελος
δέημα
δέησις
δεητικός
δεῖγμα
δειγματίζω
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
δείελος
δεικανάω
δεικηλίκτας
View word page
δεῖγμα
δεῖγμα δείκνυμι a sample, pattern, proof, specimen, Lat. documentum, Eur., Ar., etc.; δείγματος ἕνεκα by way of sample, Dem. a place in the Peiraeeus, where merchants set out their wares for sale, a bazaar, Xen., Dem.

ShortDef

a sample, pattern, proof, specimen

Debugging

Headword:
δεῖγμα
Headword (normalized):
δεῖγμα
Headword (normalized/stripped):
δειγμα
IDX:
7323
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7327
Key:
dei=gma

Data

{'content': 'δεῖγμα\n δείκνυμι\n a sample, pattern, proof, specimen, Lat. documentum, Eur., Ar., etc.; δείγματος ἕνεκα by way of sample, Dem.\n a place in the Peiraeeus, where merchants set out their wares for sale, a bazaar, Xen., Dem.', 'key': 'dei=gma'}