Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δαφνώδης
δαφοινός
δαψιλής
δάω
δέατο
δεδίσκομαι
δεδοκημένος
δέελος
δέημα
δέησις
δεητικός
δεῖγμα
δειγματίζω
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
δείελος
δεικανάω
View word page
δεητικός
δεητικός δέομαι suppliant, Plut.

ShortDef

suppliant

Debugging

Headword:
δεητικός
Headword (normalized):
δεητικός
Headword (normalized/stripped):
δεητικος
IDX:
7322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7326
Key:
dehtiko/s

Data

{'content': 'δεητικός\n δέομαι\n suppliant, Plut.', 'key': 'dehtiko/s'}