Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δαφνόκομος
δαφνώδης
δαφοινός
δαψιλής
δάω
δέατο
δεδίσκομαι
δεδοκημένος
δέελος
δέημα
δέησις
δεητικός
δεῖγμα
δειγματίζω
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
δείελος
View word page
δέησις
δέησις δέομαι an entreating, asking: a prayer, entreaty, Dem., NTest.

ShortDef

an entreating, asking: a prayer, entreaty

Debugging

Headword:
δέησις
Headword (normalized):
δέησις
Headword (normalized/stripped):
δεησις
IDX:
7321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7325
Key:
de/hsis

Data

{'content': 'δέησις\n δέομαι\n an entreating, asking: a prayer, entreaty, Dem., NTest.', 'key': 'de/hsis'}