Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δαφνογηθής
δαφνόκομος
δαφνώδης
δαφοινός
δαψιλής
δάω
δέατο
δεδίσκομαι
δεδοκημένος
δέελος
δέημα
δέησις
δεητικός
δεῖγμα
δειγματίζω
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
δειελιάω
δειελινός
View word page
δέημα
δέημα δέομαι an entreaty, Ar.
ShortDef
an entreaty
Debugging
Headword:
δέημα
Headword (normalized):
δέημα
Headword (normalized/stripped):
δεημα
IDX:
7320
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7324
Key:
de/hma
Data
{'content': 'δέημα\n δέομαι\n an entreaty, Ar.', 'key': 'de/hma'}