Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δαφνηφόρος
δαφνιακός
δαφνογηθής
δαφνόκομος
δαφνώδης
δαφοινός
δαψιλής
δάω
δέατο
δεδίσκομαι
δεδοκημένος
δέελος
δέημα
δέησις
δεητικός
δεῖγμα
δειγματίζω
δειδήμων
δειδίσκομαι
δειδίσσομαι
δείδω
View word page
δεδοκημένος
δεδοκημένος irreg. partic. of δέχομαι (Ionic δέχομαι), in act. sense, waiting, lying in wait, Il., Hes.;—not to be confounded with Attic δεδόκημαι from δοκέω.

ShortDef

waiting, lying in wait

Debugging

Headword:
δεδοκημένος
Headword (normalized):
δεδοκημένος
Headword (normalized/stripped):
δεδοκημενος
IDX:
7318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7322
Key:
dedokhme/nos

Data

{'content': 'δεδοκημένος\n irreg. partic. of δέχομαι (Ionic δέχομαι), in act. sense, waiting, lying in wait, Il., Hes.;—not to be confounded with Attic δεδόκημαι from δοκέω.', 'key': 'dedokhme/nos'}