Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δάφνη
δαφνηφορέω
δαφνηφόρος
δαφνιακός
δαφνογηθής
δαφνόκομος
δαφνώδης
δαφοινός
δαψιλής
δάω
δέατο
δεδίσκομαι
δεδοκημένος
δέελος
δέημα
δέησις
δεητικός
δεῖγμα
δειγματίζω
δειδήμων
δειδίσκομαι
View word page
δέατο
δέατο cf. δοάσσατο a word of doubtful origin, expl. by ἐδόκει, ἀεικέλιος δέατʼ εἶναι he seemed, methought he was, a pitiful fellow, Od.:
ShortDef
seemed, appeared
Debugging
Headword:
δέατο
Headword (normalized):
δέατο
Headword (normalized/stripped):
δεατο
IDX:
7316
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7320
Key:
de/ato
Data
{'content': 'δέατο\n cf. δοάσσατο\n a word of doubtful origin, expl. by ἐδόκει, ἀεικέλιος δέατʼ εἶναι he seemed, methought he was, a pitiful fellow, Od.:', 'key': 'de/ato'}