Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Δαύλιος
Δαυλίς
δάφνη
δαφνηφορέω
δαφνηφόρος
δαφνιακός
δαφνογηθής
δαφνόκομος
δαφνώδης
δαφοινός
δαψιλής
δάω
δέατο
δεδίσκομαι
δεδοκημένος
δέελος
δέημα
δέησις
δεητικός
δεῖγμα
δειγματίζω
View word page
δαψιλής
δαψιλής δάπτω abundant, plentiful, Hdt.:— adv. -έως, in abundance, Theocr. of persons, liberal, profuse, Plut.:—Sup. adv., δαψιλέστατα ζῆν Xen.
ShortDef
abundant, plentiful
Debugging
Headword:
δαψιλής
Headword (normalized):
δαψιλής
Headword (normalized/stripped):
δαψιλης
IDX:
7314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7318
Key:
dayilh/s
Data
{'content': 'δαψιλής\n δάπτω\n abundant, plentiful, Hdt.:— adv. -έως, in abundance, Theocr.\n of persons, liberal, profuse, Plut.:—Sup. adv., δαψιλέστατα ζῆν Xen.', 'key': 'dayilh/s'}