Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δατητής
Δαυλία
Δαυλιάς
Δαύλιος
Δαυλίς
δάφνη
δαφνηφορέω
δαφνηφόρος
δαφνιακός
δαφνογηθής
δαφνόκομος
δαφνώδης
δαφοινός
δαψιλής
δάω
δέατο
δεδίσκομαι
δεδοκημένος
δέελος
δέημα
δέησις
View word page
δαφνόκομος
δαφνόκομος κόμη laurel-crowned, Anth.
ShortDef
laurel-crowned
Debugging
Headword:
δαφνόκομος
Headword (normalized):
δαφνόκομος
Headword (normalized/stripped):
δαφνοκομος
IDX:
7311
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7315
Key:
dafno/komos
Data
{'content': 'δαφνόκομος\n κόμη\n laurel-crowned, Anth.', 'key': 'dafno/komos'}