Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δατέομαι
δατήριος
δατητής
Δαυλία
Δαυλιάς
Δαύλιος
Δαυλίς
δάφνη
δαφνηφορέω
δαφνηφόρος
δαφνιακός
δαφνογηθής
δαφνόκομος
δαφνώδης
δαφοινός
δαψιλής
δάω
δέατο
δεδίσκομαι
δεδοκημένος
δέελος
View word page
δαφνιακός
δαφνιακός δάφνη belonging to a laurel, Anth.

ShortDef

belonging to a laurel

Debugging

Headword:
δαφνιακός
Headword (normalized):
δαφνιακός
Headword (normalized/stripped):
δαφνιακος
IDX:
7309
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7313
Key:
dafniako/s

Data

{'content': 'δαφνιακός\n δάφνη\n belonging to a laurel, Anth.', 'key': 'dafniako/s'}