Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δασύς
δασύστερνος
δασυχαίτης
δατέομαι
δατήριος
δατητής
Δαυλία
Δαυλιάς
Δαύλιος
Δαυλίς
δάφνη
δαφνηφορέω
δαφνηφόρος
δαφνιακός
δαφνογηθής
δαφνόκομος
δαφνώδης
δαφοινός
δαψιλής
δάω
δέατο
View word page
δάφνη
δάφνη deriv. uncertain the laurel, or rather the bay-tree, Lat. laurus, Od., Hes., etc.; sacred to Apollo, who delivered his oracles ἐκ δάφνης, Hhymn.
ShortDef
the laurel
Debugging
Headword:
δάφνη
Headword (normalized):
δάφνη
Headword (normalized/stripped):
δαφνη
IDX:
7306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7310
Key:
da/fnh
Data
{'content': 'δάφνη\n deriv. uncertain\n the laurel, or rather the bay-tree, Lat. laurus, Od., Hes., etc.; sacred to Apollo, who delivered his oracles ἐκ δάφνης, Hhymn.', 'key': 'da/fnh'}