Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δασπλῆτις
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασύμαλλος
δασύπους
δασύς
δασύστερνος
δασυχαίτης
δατέομαι
δατήριος
δατητής
Δαυλία
Δαυλιάς
Δαύλιος
Δαυλίς
View word page
δασύπους
δασύπους rough-foot, i. e. a hare, Arist.; λαγωὸς ὁ δ. Babr.
ShortDef
(rough-foot); hare
Debugging
Headword:
δασύπους
Headword (normalized):
δασύπους
Headword (normalized/stripped):
δασυπους
IDX:
7295
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7299
Key:
dasu/pous
Data
{'content': 'δασύπους\n rough-foot, i. e. a hare, Arist.; λαγωὸς ὁ δ. Babr.', 'key': 'dasu/pous'}