Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δασπλῆτις
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασύμαλλος
δασύπους
δασύς
δασύστερνος
δασυχαίτης
δατέομαι
δατήριος
δατητής
Δαυλία
Δαυλιάς
Δαύλιος
View word page
δασύμαλλος
δασύμαλλος thick-fleeced, woolly, Od., Eur.

ShortDef

thick-fleeced, woolly

Debugging

Headword:
δασύμαλλος
Headword (normalized):
δασύμαλλος
Headword (normalized/stripped):
δασυμαλλος
IDX:
7294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7298
Key:
dasu/mallos

Data

{'content': 'δασύμαλλος\n thick-fleeced, woolly, Od., Eur.', 'key': 'dasu/mallos'}