Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δάσκιος
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δασπλῆτις
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασύμαλλος
δασύπους
δασύς
δασύστερνος
δασυχαίτης
δατέομαι
δατήριος
δατητής
Δαυλία
View word page
δασύκερκος
δασύκερκος bushy-tailed, ἀλώπηξ Theocr.
ShortDef
bushy-tailed
Debugging
Headword:
δασύκερκος
Headword (normalized):
δασύκερκος
Headword (normalized/stripped):
δασυκερκος
IDX:
7292
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7296
Key:
dasu/kerkos
Data
{'content': 'δασύκερκος\n bushy-tailed, ἀλώπηξ Theocr.', 'key': 'dasu/kerkos'}