Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δαρθάνω
δάσκιος
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δασπλῆτις
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασύμαλλος
δασύπους
δασύς
δασύστερνος
δασυχαίτης
δατέομαι
δατήριος
δατητής
View word page
δασύθριξ
δασύθριξ thick-haired, hairy, Anth.

ShortDef

thick-haired, hairy

Debugging

Headword:
δασύθριξ
Headword (normalized):
δασύθριξ
Headword (normalized/stripped):
δασυθριξ
IDX:
7291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7295
Key:
dasu/qric

Data

{'content': 'δασύθριξ\n thick-haired, hairy, Anth.', 'key': 'dasu/qric'}