Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Δαρεῖος
δαρθάνω
δάσκιος
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δασπλῆτις
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασύμαλλος
δασύπους
δασύς
δασύστερνος
δασυχαίτης
δατέομαι
δατήριος
View word page
δασπλῆτις
δασπλῆτις Perh. from δα, πλήσσω, ς being inserted. horrid, frightful, Ἐρινύς Od.; of Hecate, Theocr.

ShortDef

horrid, frightful

Debugging

Headword:
δασπλῆτις
Headword (normalized):
δασπλῆτις
Headword (normalized/stripped):
δασπλητις
IDX:
7290
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7294
Key:
dasplh=tis

Data

{'content': 'δασπλῆτις\n Perh. from δα, πλήσσω, ς being inserted.\n horrid, frightful, Ἐρινύς Od.; of Hecate, Theocr.', 'key': 'dasplh=tis'}