Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Δαρειογενής
Δαρεῖος
δαρθάνω
δάσκιος
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δασπλῆτις
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασύμαλλος
δασύπους
δασύς
δασύστερνος
δασυχαίτης
δατέομαι
View word page
δασμοφόρος
δασμοφόρος δασμός, φέρω paying tribute, tributary, Hdt., Xen.
ShortDef
paying tribute, tributary
Debugging
Headword:
δασμοφόρος
Headword (normalized):
δασμοφόρος
Headword (normalized/stripped):
δασμοφορος
IDX:
7289
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7293
Key:
dasmofo/ros
Data
{'content': 'δασμοφόρος\n δασμός, φέρω\n paying tribute, tributary, Hdt., Xen.', 'key': 'dasmofo/ros'}