Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δαρδάπτω
Δαρεικός
Δαρειογενής
Δαρεῖος
δαρθάνω
δάσκιος
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δασπλῆτις
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασύμαλλος
δασύπους
δασύς
δασύστερνος
View word page
δασμός
δασμός δατέομαι a division, distribution, sharing of spoil, Il., Hhymn. in Attic an impost, tribute, ἀοιδοῦ δ. tribute paid to her, Soph.; δασμὸν τίνειν Soph.; δασμὸν φέρειν, ἀποφέρειν, ἀποδιδόναι Xen.
ShortDef
a division, distribution, sharing of spoil
Debugging
Headword:
δασμός
Headword (normalized):
δασμός
Headword (normalized/stripped):
δασμος
IDX:
7287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7291
Key:
dasmo/s
Data
{'content': 'δασμός\n δατέομαι\n a division, distribution, sharing of spoil, Il., Hhymn.\n in Attic an impost, tribute, ἀοιδοῦ δ. tribute paid to her, Soph.; δασμὸν τίνειν Soph.; δασμὸν φέρειν, ἀποφέρειν, ἀποδιδόναι Xen.', 'key': 'dasmo/s'}