Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Δάρδανος
δαρδάπτω
Δαρεικός
Δαρειογενής
Δαρεῖος
δαρθάνω
δάσκιος
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δασπλῆτις
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασύμαλλος
δασύπους
δασύς
View word page
δασμολόγος
δασμολόγος δασμός, λέγω a tax-gatherer, Strab.

ShortDef

a tax-gatherer

Debugging

Headword:
δασμολόγος
Headword (normalized):
δασμολόγος
Headword (normalized/stripped):
δασμολογος
IDX:
7286
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7290
Key:
dasmolo/gos

Data

{'content': 'δασμολόγος\n δασμός, λέγω\n a tax-gatherer, Strab.', 'key': 'dasmolo/gos'}