Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Δαρδάνιος
Δαρδανίς
Δάρδανος
δαρδάπτω
Δαρεικός
Δαρειογενής
Δαρεῖος
δαρθάνω
δάσκιος
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δασπλῆτις
δασύθριξ
δασύκερκος
δασύκνημος
δασύμαλλος
View word page
δασμολογέω
δασμολογέω to collect as tribute, τι παρά τινος Dem.:—c. acc. pers. exact tribute from him, Isocr.

ShortDef

to collect as tribute

Debugging

Headword:
δασμολογέω
Headword (normalized):
δασμολογέω
Headword (normalized/stripped):
δασμολογεω
IDX:
7284
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7288
Key:
dasmologe/w

Data

{'content': 'δασμολογέω\n to collect as tribute, τι παρά τινος Dem.:—c. acc. pers. exact tribute from him, Isocr.', 'key': 'dasmologe/w'}