Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δάπτω
Δαρδανίδης
Δαρδάνιος
Δαρδανίς
Δάρδανος
δαρδάπτω
Δαρεικός
Δαρειογενής
Δαρεῖος
δαρθάνω
δάσκιος
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δασπλῆτις
δασύθριξ
δασύκερκος
View word page
δάσκιος
δάσκιος δα-, σκιά thick-shaded, bushy, Od., Eur.; of a beard, Aesch., Soph.
ShortDef
thick-shaded, bushy
Debugging
Headword:
δάσκιος
Headword (normalized):
δάσκιος
Headword (normalized/stripped):
δασκιος
IDX:
7282
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7286
Key:
da/skios
Data
{'content': 'δάσκιος\n δα-, σκιά\n thick-shaded, bushy, Od., Eur.; of a beard, Aesch., Soph.', 'key': 'da/skios'}