Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δάπις
δάπτω
Δαρδανίδης
Δαρδάνιος
Δαρδανίς
Δάρδανος
δαρδάπτω
Δαρεικός
Δαρειογενής
Δαρεῖος
δαρθάνω
δάσκιος
δάσμευσις
δασμολογέω
δασμολογία
δασμολόγος
δασμός
δασμοφορέω
δασμοφόρος
δασπλῆτις
δασύθριξ
View word page
δαρθάνω
δαρθάνω Root !δαρθ to sleep, Od.

ShortDef

to sleep

Debugging

Headword:
δαρθάνω
Headword (normalized):
δαρθάνω
Headword (normalized/stripped):
δαρθανω
IDX:
7281
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7285
Key:
darqa/nw

Data

{'content': 'δαρθάνω\n Root !δαρθ\n to sleep, Od.', 'key': 'darqa/nw'}