Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δανειστικός
δάνος
δανός
δάος
δαπανάω
δαπάνημα
δαπάνη
δαπανηρός
δᾶ
δα-
δάπεδον
δάπις
δάπτω
Δαρδανίδης
Δαρδάνιος
Δαρδανίς
Δάρδανος
δαρδάπτω
Δαρεικός
Δαρειογενής
Δαρεῖος
View word page
δάπεδον
δάπεδον prob. for ζάπεδον, i. e. διάπεδον. any level surface: the floor of a chamber, Il., Hdt., Xen.; also, γῆς δάπεδον Ar.; and absol. the ground, Od.: pl. plains, Pind., Eur.

ShortDef

any level surface: the floor of a chamber

Debugging

Headword:
δάπεδον
Headword (normalized):
δάπεδον
Headword (normalized/stripped):
δαπεδον
IDX:
7270
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7274
Key:
da/pedon

Data

{'content': 'δάπεδον\n prob. for ζάπεδον, i. e. διάπεδον.\n any level surface: the floor of a chamber, Il., Hdt., Xen.; also, γῆς δάπεδον Ar.; and absol. the ground, Od.: pl. plains, Pind., Eur.', 'key': 'da/pedon'}