Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστής
δανειστικός
δάνος
δανός
δάος
δαπανάω
δαπάνημα
δαπάνη
δαπανηρός
δᾶ
δα-
δάπεδον
δάπις
δάπτω
Δαρδανίδης
Δαρδάνιος
Δαρδανίς
Δάρδανος
δαρδάπτω
View word page
δαπανηρός
δαπανηρός δαπανάω of men, lavish, extravagant, Plat., Xen. of things, expensive, Dem., Arist.:—adv. -ρῶς, Xen.
ShortDef
lavish, extravagant
Debugging
Headword:
δαπανηρός
Headword (normalized):
δαπανηρός
Headword (normalized/stripped):
δαπανηρος
IDX:
7267
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7271
Key:
dapanhro/s
Data
{'content': 'δαπανηρός\n δαπανάω\n of men, lavish, extravagant, Plat., Xen.\n of things, expensive, Dem., Arist.:—adv. -ρῶς, Xen.', 'key': 'dapanhro/s'}