Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστής
δανειστικός
δάνος
δανός
δάος
δαπανάω
δαπάνημα
δαπάνη
δαπανηρός
δᾶ
δα-
δάπεδον
δάπις
δάπτω
Δαρδανίδης
Δαρδάνιος
Δαρδανίς
Δάρδανος
View word page
δαπάνη
δαπάνη δάπτω outgoing, cost, expense, expenditure, Hes.; χρημάτων Thuc.; δ. κούφη the cost is little, Eur.:—also in pl., Thuc. money spent, ἵππων on horses, Pind.; δαπάνην παρέχειν money for spending, Hdt. extravagance, Aeschin.

ShortDef

outgoing, cost, expense, expenditure

Debugging

Headword:
δαπάνη
Headword (normalized):
δαπάνη
Headword (normalized/stripped):
δαπανη
IDX:
7266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7270
Key:
dapa/nh

Data

{'content': 'δαπάνη\n δάπτω\n outgoing, cost, expense, expenditure, Hes.; χρημάτων Thuc.; δ. κούφη the cost is little, Eur.:—also in pl., Thuc.\n money spent, ἵππων on horses, Pind.; δαπάνην παρέχειν money for spending, Hdt.\n extravagance, Aeschin.', 'key': 'dapa/nh'}