Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Δαναΐδαι
Δαναΐδες
Δαναοί
δανείζω
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστής
δανειστικός
δάνος
δανός
δάος
δαπανάω
δαπάνημα
δαπάνη
δαπανηρός
δᾶ
δα-
δάπεδον
δάπις
δάπτω
View word page
δανός
δανός δαίω burnt, dry, parched, Od.;Sup., δανότατος, Ar.
ShortDef
burnt, dry, parched
Debugging
Headword:
δανός
Headword (normalized):
δανός
Headword (normalized/stripped):
δανος
IDX:
7262
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7266
Key:
dano/s
Data
{'content': 'δανός\n δαίω\n burnt, dry, parched, Od.;Sup., δανότατος, Ar.', 'key': 'dano/s'}