Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δαμώματα
Δαναΐδαι
Δαναΐδες
Δαναοί
δανείζω
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστής
δανειστικός
δάνος
δανός
δάος
δαπανάω
δαπάνημα
δαπάνη
δαπανηρός
δᾶ
δα-
δάπεδον
δάπις
View word page
δάνος
δάνος money lent, a loan, debt, Anth.
ShortDef
gift, present
death
Debugging
Headword:
δάνος
Headword (normalized):
δάνος
Headword (normalized/stripped):
δανος
IDX:
7261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7265
Key:
da/nos1
Data
{'content': 'δάνος\n money lent, a loan, debt, Anth.', 'key': 'da/nos1'}