Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δάμνημι
δαμώματα
Δαναΐδαι
Δαναΐδες
Δαναοί
δανείζω
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστής
δανειστικός
δάνος
δανός
δάος
δαπανάω
δαπάνημα
δαπάνη
δαπανηρός
δᾶ
δα-
δάπεδον
View word page
δανειστικός
δανειστικός δανείζω of or for money-lending, Plut.

ShortDef

of or for money-lending

Debugging

Headword:
δανειστικός
Headword (normalized):
δανειστικός
Headword (normalized/stripped):
δανειστικος
IDX:
7260
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7264
Key:
daneistiko/s

Data

{'content': 'δανειστικός\n δανείζω\n of or for money-lending, Plut.', 'key': 'daneistiko/s'}