Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δαμασίμβροτος
δαμάτειρα
δαμνάω
δάμνημι
δαμώματα
Δαναΐδαι
Δαναΐδες
Δαναοί
δανείζω
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστής
δανειστικός
δάνος
δανός
δάος
δαπανάω
δαπάνημα
δαπάνη
δαπανηρός
View word page
δάνεισμα
δάνεισμα δανείζω a loan, δ. ποιεῖσθαι δανείζεσθαι (in mid. sense), Thuc.

ShortDef

a loan

Debugging

Headword:
δάνεισμα
Headword (normalized):
δάνεισμα
Headword (normalized/stripped):
δανεισμα
IDX:
7257
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7261
Key:
da/neisma

Data

{'content': 'δάνεισμα\n δανείζω\n a loan, δ. ποιεῖσθαι δανείζεσθαι (in mid. sense), Thuc.', 'key': 'da/neisma'}