Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δάμαρ
δαμασίμβροτος
δαμάτειρα
δαμνάω
δάμνημι
δαμώματα
Δαναΐδαι
Δαναΐδες
Δαναοί
δανείζω
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστής
δανειστικός
δάνος
δανός
δάος
δαπανάω
δαπάνημα
δαπάνη
View word page
δάνειον
δάνειον δάνος a loan, Dem.

ShortDef

a loan

Debugging

Headword:
δάνειον
Headword (normalized):
δάνειον
Headword (normalized/stripped):
δανειον
IDX:
7256
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7260
Key:
da/neion

Data

{'content': 'δάνειον\n δάνος\n a loan, Dem.', 'key': 'da/neion'}