Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δαμάζω
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δάμαρ
δαμασίμβροτος
δαμάτειρα
δαμνάω
δάμνημι
δαμώματα
Δαναΐδαι
Δαναΐδες
Δαναοί
δανείζω
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστής
δανειστικός
View word page
δάμνημι
δάμνημι = δαμάζω Il.:—Mid., Hom.:—Pass., ὑφʼ Ἕκτορι δάμνατο Il.

ShortDef

to overpower, tame, conquer, subdue

Debugging

Headword:
δάμνημι
Headword (normalized):
δάμνημι
Headword (normalized/stripped):
δαμνημι
IDX:
7250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7254
Key:
da/mnhmi

Data

{'content': 'δάμνημι\n = δαμάζω\n Il.:—Mid., Hom.:—Pass., ὑφʼ Ἕκτορι δάμνατο Il.', 'key': 'da/mnhmi'}