Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

δαλός
δαμάζω
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δάμαρ
δαμασίμβροτος
δαμάτειρα
δαμνάω
δάμνημι
δαμώματα
Δαναΐδαι
Δαναΐδες
Δαναοί
δανείζω
δάνειον
δάνεισμα
δανεισμός
δανειστής
View word page
δαμνάω
δαμνάω = δαμάζω

ShortDef

to overpower, tame, conquer, subdue

Debugging

Headword:
δαμνάω
Headword (normalized):
δαμνάω
Headword (normalized/stripped):
δαμναω
IDX:
7249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7253
Key:
damna/w

Data

{'content': 'δαμνάω\n = δαμάζω', 'key': 'damna/w'}