Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
δακτυλοδεικτέω
δακτυλόδεικτος
δακτυλοκαμψόδυνος
δάκτυλος
δακτυλότριπτος
δαλός
δαμάζω
δαμαλήβοτος
δαμάλης
δαμαληφάγος
δαμαλίζω
δάμαλις
δάμαρ
δαμασίμβροτος
δαμάτειρα
δαμνάω
δάμνημι
δαμώματα
Δαναΐδαι
Δαναΐδες
Δαναοί
View word page
δαμαλίζω
δαμαλίζω poet. form of δαμάζω, to subdue, break in: Mid., Eur.
ShortDef
to subdue, break in
Debugging
Headword:
δαμαλίζω
Headword (normalized):
δαμαλίζω
Headword (normalized/stripped):
δαμαλιζω
IDX:
7244
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n7248
Key:
damali/zw
Data
{'content': 'δαμαλίζω\n poet. form of δαμάζω, to subdue, break in: Mid., Eur.', 'key': 'damali/zw'}